- ἀμφίχρυσος
- ἀμφίχρῡσος, ον,A gilded all over,
φάσγανον E.Hec.543
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάσγανον E.Hec.543
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίχρυσος — ἀμφίχρυσος, ον (Α) ο χρυσωμένος ολόγυρα, περίχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χρυσός] … Dictionary of Greek
ἀμφίχρυσον — ἀμφίχρῡσον , ἀμφίχρυσος gilded all over masc/fem acc sg ἀμφίχρῡσον , ἀμφίχρυσος gilded all over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek